- πεντασθενής
- ης, ες хим. пятивалентный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντασθενής — ές (για χημικά στοιχεία) αυτός που έχει την ικανότητα να ενώνεται με πέντε άτομα υδρογόνου ή άλλου μονοσθενούς στοιχείου για τον σχηματισμό κορεσμένης ένωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σθενής (< σθένος), απόδοση του αγγλ. pentavalent] … Dictionary of Greek
αδονιτόλη — Πεντασθενής αλκοόλη του τύπου C5H7(OH)5 που σχηματίζεται από το σάκχαρο λυξόξη, CH2OH (CHOH)3 CHO (αλδοπεντόζη), αν γίνει αναγωγή της αλδεϋδικής ομάδας σε πρωτοταγή αλκοολική … Dictionary of Greek
κερκίτης — Οργανική ένωση του τύπου C6H7(OH)5, που βρίσκεται στα βελανίδια. Είναι λευκό κρυσταλλικό σώμα, με γλυκιά γεύση, ευδιάλυτο στο νερό. Έχει σημείο τήξης 234°C. Ονομάζεται και βαλανοσάκχαρο. * * * ο χημ. η κυκλική οργανική ένωση πεντασθενής αλκοόλη.… … Dictionary of Greek
ξυλιτόλη — η χημ. άκυκλη οργανική ένωση, πεντασθενής αλκοόλη που αποτελεί προϊόν αναγωγής τής ξυλόζης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylitol < xyl (< ξύλο) + itol ( ite [< ίτης*]) + ol, κατάλ. τής χημικής ορολογίας] … Dictionary of Greek